- υδρόβιος
- ος, ο[ν] водный, живущий в воде;
υδρόβια πτηνά — водоплавающая птица
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
υδρόβια πτηνά — водоплавающая птица
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
υδρόβιος — α, ο / ὑδρόβιος, ον, ΝΜ αυτός που ζει μέσα στο νερό νεοελλ. φρ. α) «υδρόβιοι οργανισμοί» οργανισμοί που ζουν και αναπτύσσονται μέσα στα θαλάσσια και στα γλυκά νερά, καθώς και στις περιοχές που βρέχονται από νερά β) «υδρόβια φυτά» βοτ. i) φυτά τα… … Dictionary of Greek
υδρόβιος — α, ο που ζει και αναπτύσσεται στο νερό: Υδρόβια φυτά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ένυγρος — η, ο (AM ἔνυγρος, ον) 1. (για ζώα και φυτά) αυτός που ζει στο νερό, ένυδρος, υδρόβιος 2. υγρός, κάθυγρος, γεμάτος υγρασία αρχ. 1. ο γεμάτος νερό, νερουλός 2. αστρολ. ο προορισμένος να ζημιωθεί στη θάλασσα … Dictionary of Greek
ένυδρος — Χαρακτηρισμός χημικής ένωσης. Πρόκειται κυρίως για άλατα ή και κρυσταλλικές μορφές αερίων σε χαμηλές θερμοκρασίες και πιέσεις που στη δομή τους περιλαμβάνονται μόρια νερού. Η δομή των σωμάτων αυτών μεταβάλλεται ριζικά με την απομάκρυνση του νερού … Dictionary of Greek
έφυδρος — η, ο (ΑΜ ἔφυδρος, ον, Α ιων. τ. ἔπυδρος, ον) υγρός, βροχερός αρχ. 1. (για τον δυτικό άνεμο) νοτερός, αυτός που φέρνει βροχή («αὐτὰρ ἄη Ζέφυρος μέγας αἰὲν ἔφυδρος», Ομ. Οδ.) 2. αυτός που έχει άφθονο νερό («μελάγγαιός τε γάρ ἐστι καὶ ἔπυδρος… … Dictionary of Greek
αβδέλλα — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 1.300 μ., 448 κάτ.) του νομού Γρεβενών. Βρίσκεται στις πλαγιές της Πίνδου. Αποτελεί έδρα της ομώνυμης κοινότητας. * * * η 1. υδρόβιος δακτυλιοσκώληκας (βλ. βδέλλα) 2. κν. ονομ. με την οποία είναι γνωστή, σε ορισμένες… … Dictionary of Greek
αμφίβια — Ομοταξία σπονδυλωτών στην οποία ανήκουν ζώα μικρού ή μεσαίου μεγέθους, που ζουν σε γλυκά νερά ή στην ξηρά, κοντά σε υδάτινα ρεύματα. Τα α. κατατάσσονται με βάση την εξωτερική διάρθρωση του σώματός τους σε δύο υφομοταξίες: τα αψιδοσπονδυλωτά και… … Dictionary of Greek
ενυδρόβιος — ἐνυδρόβιος, ον (Α) αυτός που ζει και διαμένει στα νερά, ο υδρόβιος … Dictionary of Greek
οικόβιος — οἰκόβιος, ον (Α) φρ. «οἰκόβιος δόξα» δόξα περιορισμένη μέσα στα όρια τού οίκου, χωρίς ευρύτερη αναγνώριση. [ΕΤΥΜΟΛ. < οἶκος + βίος (πρβλ. υδρόβιος)] … Dictionary of Greek
υγροβατικός — ή, όν, Α [ὑγροβατῶ] (για ζώα) αυτός που βαδίζει, που ζει στο νερό, υδρόβιος … Dictionary of Greek
υγροδίαιτος — ον, Μ αυτός που ζει μέσα στο νερό, υδρόβιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑγρός + δίαιτος (<δίαιτα), πρβλ. αβρο δίαιτος] … Dictionary of Greek